τετρακόσιοι

τετρακόσιοι
-ες, -α / τετρακόσιοι, -αι, -α, ΝΜΑ, και τετρακόσοι, -ες, α, Ν, και μτγν. τ. τεσσαρακόσιοι και δωρ. τ. τετρακάτιοι και ποιητ. τ. τετρηκόσιοι, -αι, -α, Α
(απόλ. αριθμτ.)
1. τέσσερεις εκατοντάδες (400)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τετρακόσιοι
(στην αρχαία Αθήνα) α) πολιτικό σώμα τής αρχαίας Αθήνας που καθιέρωσε ο Σόλων, είχε 400 μέλη και κύρια αποστολή τη νομοθετική εξουσία
β) τα άτομα που αποτέλεσαν την ολιγαρχία που εγκαθιδρύθηκε το 411 π.Χ.
νεοελλ.
φρ. «τά 'χει τετρακόσα» — έχει γερό μυαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -κόσιοι < -κάτιοι (πρβλ. ἑκατόν), όπου το -ο- είναι αναλογικά προς τα -κοντα, -κοστός (πρβλ. τριά-κοντα, τρια-κοστός), ενώ το -σ- προήλθε από ουράνωση και μετέπειτα συριστικοποίηση τού -τ- προ τού -ι- (πρβλ. φύσις < *φύτις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τετρακόσιοι — four hundred masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρακοσίων — τετρακόσιοι four hundred fem gen pl τετρακόσιοι four hundred masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Четыреста —    • Τετρακόσιοι,          олигархический совет в Афинах. Может быть, еще со времен Кимона началось учреждение клубов (ε̉ταιρίαι), в которых собирались недовольные политическим строем государства с целью его ниспровержения. Процесс гермокопидов и …   Реальный словарь классических древностей

  • τετρακοσιέων — τετρακόσιοι four hundred masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρακοσίαις — τετρακόσιοι four hundred fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρακοσίοις — τετρακόσιοι four hundred masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρακοσίοισι — τετρακόσιοι four hundred masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρακοσίους — τετρακόσιοι four hundred masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρακόσια — τετρακόσιοι four hundred neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρακόσιαι — τετρακόσιοι four hundred fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”